ο ψαράς

Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που μ’ έκανε να μην θέλω να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι όμως σηκώθηκα. Βγήκα σαστισμένη. Άυπνη, με πονοκέφαλο, με βήμα που δεν αποφασίζει πού να πάει, σε τι να εστιάσει, πώς να διαχειριστεί τις αμηχανίες, τις αγωνίες και την κόπωση της νύχτας που δεν μου χάρισε όνειρα λήθης ανακουφιστικής, αλλά μόνο μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι. Το σκοτάδι που δεν έχει φύση σταθερή, που συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα, που κρατάει ατελείωτα όταν μένω ξάγρυπνη, μα όταν κοιμάμαι καταργεί μυστηριωδώς την διάρκεια και τον χρόνο.

Δεν είχα τι να φάω. Τα ντουλάπια άδεια. Στο ψυγείο δυο ληγμένα αβγά κι ένα μπουκάλι κέτσαπ για ένα μπέργκερ άφαντο εδώ και μέρες. Φυτρωμένες πατάτες στη βεράντα. Ούτε ψωμί, ούτε τυρί, ούτε έστω λίγο γάλα να παρηγορηθώ σαν το μικρό παιδί στην αγκαλιά της μάνας. Η μάνα έφυγε στην εξοχή, οπότε δίχως μάνα, δίχως γάλα, δίχως αγκαλιά.

Βγήκα για να μην πεθάνω της πείνας.

Είδα την ομορφιά προσώπων ξέγνοιαστων, την δύναμη της αισιοδοξίας στο βάδισμα των τυχερών, την νικηφόρα πορεία των δεδομένων, την απαλλαγή από τον τρόμο των ανατροπών που σ’ αφήνουν ξεκρέμαστο.

Αλλά οι άνθρωποι που συναντάς στους ίδιους δρόμους είναι τέτοιοι είναι κι αλλιώτικοι. Είναι ελπιδοφόροι, είναι απελπισμένοι, καλοβαλμένοι, κακοβαλμένοι, αξιοπρόσεκτοι ή απαρατήρητοι τελείως.

Έτσι είδα κι εκείνους που φοβούνται να γελάσουν μην προδοθεί από τα χαλασμένα δόντια τους η φτώχεια. Όμως ήθελαν να γελάσουν. Διέκρινα μια χαρά παιδική, μια χαρά ένοχη, γεμάτη παράπονο για το παιχνίδι που χάθηκε στην αναβολή και στην άλλη επείγουσα προτεραιότητα.

Πέρασαν από μπροστά μου άνδρες με ακούρευτα μαλλιά, απεριποίητα γένια, ηλιοκαμένα μέτωπα, ρυτίδες χαραγμένες από άφιλτρα τσιγάρα, τριμμένα πουκάμισα.

Πέρασαν γυναίκες με φθαρμένες τσάντες, φυλαχτά αγορασμένα από πανηγύρια, ξεφλουδισμένα νύχια, πλαστικές παντόφλες σε λάθος νούμερο, φλέβες διογκωμένες απ’ την ορθοστασία.

Παιδιά να περπατάνε βαριεστημένα κλαψουρίζοντας, ήδη κουρασμένα, μαθητές που δεν μαθαίνουν τίποτα, είναι υποχρεωμένοι από νωρίς να ξέρουν.

Ανθρώπους περιμένοντας αυτό που δεν θα ‘ρθει, ξεχασμένους στην προσμονή αν και  σίγουρους πως άδικα προσμένουν. Μου φαίνεται αδιανόητο το θάρρος τους. Μου φαίνεται παράλογο, εκνευριστικό, αλαζονικό, αξιοθαύμαστο, με φέρνει εκτός ορίων, θέλω να μου πουν πώς το κάνουν. Μοιάζει με την αφέλεια του θνητού που προσδοκά την αθανασία, σκέφτεται μήπως γίνει αυτός η πρώτη και μοναδική εξαίρεση αυτού του τόσου γνωστού και τόσο άγνωστου πεπρωμένου.

Είδα αυτούς που συχνάζουν στα ακριβά εστιατόρια, που κάθονται με πλάτες στητές, με καθαρά ρούχα, με μοντέρνο ύφος. Συγκρατημένους, με αστική ευγένεια, δεν ξανοίγονται, σε μια απόλυτη ισορροπία λογικής και συναισθημάτων. Τρώνε αριστοκρατικά, προσέχουν πώς θα σηκώσουν το ποτήρι, συζητάνε χαμηλόφωνα, απευθύνονται αυστηρά στους σερβιτόρους.

Στα πεζούλια της εκκλησίας απέναντι, με πόδια κρεμασμένα και αναψυκτικά σε τενεκεδένια κουτιά, τους άλλους. Αυτούς που τρώνε άψητη κρέπα με λαστιχωτό τυρί προσπαθώντας να χορτάσουν μπουχτίζοντας κακό ζυμάρι στα γρήγορα για να δουν τι θα κάνουν. Δεν κρύβουν τίποτα και τίποτα δεν έχουν να φανερώσουν.

Κουράστηκα. Περιπλανήθηκα ώρα στις ξεβαμμένες διαβάσεις, στα ξύλινα παγκάκια, στους πολύβουους πεζόδρομους, στα άδεια καταστήματα, δίχως εκπλήξεις. Τα πρόσωπα ήταν τρυφερά αγγίγματα που καταδέχτηκα και θυμοί αθόρυβοι που ξεσπούσαν επάνω μου, αδιάφορες διασταυρώσεις. Φορτώθηκα τις οσμές της πόλης, τον ιδρώτα των σωμάτων, τους ατμούς της ασφάλτου. Η πείνα δυνάμωνε τους παλμούς, δεν ήμουν πια σθεναρή να συνεχίσω και το κεφάλι μου σφυροκοπούσε διαολεμένα. Αποφάσισα να μπω στην σκεπαστή αγορά, να δω μήπως βρω τίποτα φρέσκα ψάρια. Κατευθύνθηκα προς τα πάνω και σταμάτησα σε μια γωνία όπου θυμήθηκα προς πριν καιρό μου είχαν κάνει μια τίμια συμφωνία. Είχα αγοράσει ένα κιλό μπακαλιάρους σε πολύ καλή τιμή και πραγματικά άξιζε τον κόπο. Ο ψαράς μου είχε πει:

– Στοιχηματίζω πως θα μείνεις ευχαριστημένη. Αν δεν συμβεί αυτό, έλα να σου επιστρέψω τα λεφτά σου.

Και είχε δίκιο.

Πίσω απ’ τον πάγκο ένας νέος άνδρας που ξελέπιαζε τις σάρκες και άδειαζε τις ψαροκοιλιές απ’ τα εντόσθια, με καλωσόρισε χαρούμενα. Με θυμόταν. Κι εγώ τον θυμόμουν. Προσφέρθηκε να με κεράσει κρύα μπίρα και τηγανητούς μεζέδες από την πρωινή ψαριά. Δεν ήθελα. Ψέματα. Ήθελα, αλλά ντρεπόμουν.

Διάλεξα ζαργάνες, μύδια και μελανούρια. Το αφεντικό έκανε πάλι το καλύτερο. Περίμενα σιωπηλή να ετοιμαστούν, ενώ ο νεαρός όση ώρα φρόντιζε την παραγγελία,  μου μιλούσε για τα βιβλία. Όταν βγήκε από το πόστο του, την στιγμή που μου έδινε την τροφή,  είπε χαμογελώντας:

–  Μην φοβάσαι να γευτείς καινούργια πράγματα. Μην φοβάσαι.

Ξαφνιάστηκα. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Κάποιος που δεν περίμενα με τίποτα, δεν  είχα φανταστεί καν, ένας άγνωστος, ένας δύτης δεινός κι ατρόμητος, βούτηξε στον βυθό αλιεύοντας τα καλά κρυμμένα μου και μου έφτιαξε τη μέρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.