βραδινό στο πάτωμα

Σκέφτομαι όλα αυτά που μας δένουν με τη ζωή, τα χρυσά και ασημένια σχοινιά που μας κρατάνε σφιχτά με τη χαρά και όλα εκείνα τα αστραφτερά μαχαίρια που πετάνε ελεύθερα και κόβουν στα δύο την απόγνωση τόσο θεαματικά, όταν φεύγουν μακριά, αναρωτιέμαι πού άραγε να πηγαίνουν.

Ποιο είναι το φως που ξεχύνεται μέσα μας, από πού έρχεται, πώς στερεύει ξαφνικά και μας αφήνει πάλι στα σκοτεινά, μόνους, να παλεύουμε με τις κοφτερές πέτρες και τα πόδια γυμνά, διψασμένους και αφημένους στην παγωμένη κορφή του τίποτα, αυτού του τίποτα που προσευχόμαστε στα κρυφά να ξαναγίνει ελπίδα.

Οι σκέψεις δεν με αφήνουν να κοιμηθώ, ο Αύγουστος αναποδογυρίζει τα σύννεφα, όλο έρχεται μια δυνατή βροχή να με ξεπλύνει, να με δροσίσει από την καυτή διαδρομή της αναζήτησης κι όλο αναβάλλει το καθήκον της τεμπελιάζοντας στη γαλάζια αιώρα του ουρανού, γελάει, ξεκαρδίζεται και με προδίδει επανειλημμένα.

Πρέπει να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Ήρθε η ώρα που φοβόμουν.

Όχι πως είχα κάτι καλύτερο.

Δεν λογαριάζω τα καλοκαίρια. Τα χάνω σαν τα κλεμμένα λεφτά, τα χαραμίζω σε μπιχλιμπίδια του λούνα παρκ, τα σκάω μπαλόνια στη σκοποβολή, τα τρώω σε παγωτά που μουδιάζουν τον φάρυγγα, τα σκορπίζω.

Τα βιβλία που πήρα μαζί μου στη θάλασσα είναι όλα αδιάβαστα, οι λέξεις γίνονται βέλη που διαπερνούν την καρδιά με μια φωνή πιο σιωπηλή και από λευκή σελίδα.

Έχω να πατήσω εδώ μέσα από πέρσι τον Αύγουστο όταν έγραψα ένα κείμενο με τίτλο «όχι πρωινό στο κρεβάτι» όπου εξυμνούσα το κολύμπι πριν τις εννιά και το ξύπνημα  από τα αξημέρωτα, ένδειξη πως μεγαλώνω.

Από τότε τσιμουδιά. Με έπιασαν οι εσωστρέφειες γιατί με έπιασαν οι εσωστρέφειες και τέρμα. Κλείστηκα πριν καν αρχίσει η καραντίνα, πριν η πανδημία επιβάλει περιορισμούς όταν ακόμη όλα ήταν αφημένα και παραδομένα στην επαφή, στις αγκαλιές και στα φιλιά με τον καθένα.

Είπα. Θεδάκι, κάτσε και σκέψου. Μέχρι να βγάλεις το επόμενο βιβλίο σου δεν θα βγάλεις άχνα. Και το τήρησα. Το τήρησα. Αν και πέρασαν μέρες που λαχταρούσα να μιλήσω για το πόσο ίσια βλέπω τα πράγματα και πόσο στραβά με βλέπουν εκείνα. Ή το ανάποδο. Το ανάποδο συμβαίνει συνήθως.

Ήθελα κάποιες νύχτες που ένιωθα αόρατη και τελείως ασήμαντη και μικρή τόση δα, αμελητέα, να χαράξω, να ξεσκίσω τη νύχτα. Να σπάσω τα κόκαλα της ησυχίας αυτών που κοιμόντουσαν γαληνεμένοι στα κρεβατάκια τους, δίχως έννοια, δίχως αντάρα, δίχως ιδρώτα. Ήθελα να τους φωνάξω μέσα στον ύπνο, να τους τρομάξω. Αλλά αντιστάθηκα. Αντιστάθηκα και τώρα να ‘μαι. Με ένα καινούργιο βιβλίο.

Η Αροκάρια είναι το δέντρο μου, η πνοή μου, η ώρα μου. Είναι αυτό για το οποίο μίλησα, κροτάλισα τη σιωπή μου.

Επέστρεφα από τις διακοπές το περασμένο καλοκαίρι, ένα δωδεκάωρο μέσα στο αυτοκίνητο με τον ήλιο να καίει τους αγρούς, να ασπρίζει τα βουνά και να πυρπολεί τις κίτρινες κολοκύθες που περίμεναν παραταγμένες στους πάγκους δίπλα στην άσφαλτο έτοιμες να εκραγούν, έτοιμες να τις αγοράσει ένας ταξιδιώτης γυρίζοντας σπίτι του, αλλά όχι, εγώ δεν κατέβηκα απ’ το αμάξι, δεν κουνήθηκα από τη θέση μου, γιατί είχα πάρει φωτιά ολόκληρη, έβγαζε σπίθες το χέρι μου, έγραφα κι έγραφα, είχα ήδη ξεκινήσει την Αροκάρια, αυτήν τη φλόγα είχα πάρει μαζί μου.

Τώρα, έναν χρόνο σχεδόν μετά, ξαπλωμένη σε ένα στρώμα στα σανίδια μιας σοφίτας, βλέπω την ήρεμη αμμουδιά, το απάνεμο νερό, με στομάχι που χοροπηδάει από ενθουσιασμό επειδή ξαναγύρισα στο μοίρασμα και θέλω ένα βραδινό στο πάτωμα, χορταστικό, και μετά έναν ύπνο ακόμη πιο χορταστικό, αλλά τα δάχτυλά μου έχουν πάρει εκείνη την ίδια φωτιά, σπαρταρούν από ένταση γιατί τώρα σπάω την προσωπική μου απομόνωση, έτσι, μια άσχετη στιγμή, αποφασίζω και της δίνω μια κλωτσιά, την ανοίγω με κρότο, αφήνω σημάδι στον τοίχο.

Να πώς τα βγάζω πέρα μόνη μου. Έτσι τα βγάζω. Με ύπνο ελάχιστο, με κολύμπι πολύωρο, χυμό πορτοκάλι και αμύγδαλα, σηκώνω την μπούκα πόρτα του λαπ τοπ μου και ξεμακραίνω. Και ναι με βγάζει συνήθως κάπου καλά. Σε μια ακτή ηλιόλουστη, σε μια χαρά βαθιά και ρυθμική, ένα ταμπούρλο χτυπάει μέσα μου όλο και πιο δυνατά και ξέρω τι είναι αυτό που θέλω να κάνω. Να γράψω. Να γράψω. Να γράψω.

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.