κοινός τόπος

Έψαξα στο ψυγείο μπας και βρω κάνα ρόδι γερό να σπάσω με το τακούνι στην εξώπορτα. Κι αφού δε βρήκα τίποτα της προκοπής, είπα να συνεχίσω τη ζωή μου ρισκάροντας, δίχως τις βεβαιότητες που σου παρέχουν τα μικρά μαγικά της παράδοσης, δίχως ψευδαισθήσεις προσωρινές και καθησυχαστικά τρικάκια. Έβαλα  δεύτερο κρασί. Τα πυροτεχνήματα απ’ όλες τις μεριές χρωμάτιζαν τον ουρανό, φανάρια πετούσαν προς τα σύννεφα. Πρώτη φορά τόση χαρά έσκαγε εκτός μου.

Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν απ’ το πατρικό μου.

  • Καλή χρονιά, αγάπη μου! Σου ‘πεσε το φλουρί!

Τι αστείο! Το φλουρί μου τυχαίνει σ’ ένα σπίτι όπου δεν είμαι. Η στιγμή μου είναι σε κάποιο άλλο σημείο κι εγώ βρίσκομαι μια άλλη στιγμή κάπου αλλού. Όταν έκλεισα το τηλέφωνο και γύρισα στο παράθυρο, είχαν σωπάσει όλα. Σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτα και σαν να μην ακολουθούσε κάτι. Μια παγερή μονοτονία σ’ ένα παρόν που μετρούσε 2018 τέτοιες παράλογες νύχτες. Είναι βαριά η πρωτοχρονιά. Λες κι έχω δυο φορές γενέθλια. Τα πρώτα μόνη μου και τα δεύτερα τα ‘χουμε όλοι μαζί. Λες κι αποκτούμε την ίδια ηλικία και τον ίδιο καημό την ίδια επετειακή ώρα. Μου πέφτουν βαριά τα διπλά γενέθλια, έστω και με συμπαράσταση.

Ο χρόνος με πάτησε με το πέλμα του κι έφυγε βιαστικά για το μεγάλο πάρτι. Εγώ δε θα πήγαινα. Προτίμησα να μελαγχολήσω από μακριά, ελεύθερα, κι όχι ενώ θα στροβιλίζομαι στην πίστα των χορευτών με τη βαβούρα και τη λογοκρισία της φορεμένης ευθυμίας. Κι όμως, είχα πολλά συναρπαστικά φορέματα. Αλλά δεν είχα όρεξη. Λίγο αργότερα αποφάσιζα να πάω εκδρομή. Ετοίμασα τα πράγματά μου κι έπεσα για ύπνο. Το πρωί ένας ήλιος λαμπερός καλωσόριζε το νέο έτος κι ευλογούσε το ταξίδι. Πράγματι, ήταν μια όμορφη διαδρομή που κράτησε ώρες πολλές, μέχρι που με βρήκε το σκοτάδι. Τοπία, χειμωνιάτικη φύση, εναλλαγές φωτός, σκέψεις,  μουσική. Αλλά εγώ όπως σε κάθε διαδρομή έτσι και σ’ αυτήν κουράστηκα. Βαρέθηκα, ήθελα να φτάσω γρήγορα, δίχως καθυστέρηση, χωρίς ταλαιπωρία. Να λέω κύμινο ή πιπέρι ή ρίγανη και να ‘μαι εκεί. Καμία σχέση με την Ιθάκη και την Ιθακοδιαδρομή. Θα ‘ταν ωραία αν μπορούσα να την παραλείψω και να βρεθώ επί τόπου. Και ο τόπος ήταν μια κρυψώνα ανάμεσα σε χιονισμένες κορφές, πλαγιές από έλατα, κεραμοσκεπές με καπνισμένες καμινάδες, κρεμαστά στεφάνια από αμάραντα και μια γάτα που με κοιτούσε απ’ το τζάμι εκλιπαρώντας μέ για χάδια και παιχνίδια. Σκέφτηκα πως μέχρι αύριο θα μ’ έχει ξεχάσει και θα ‘χει πάει αλλού να τριφτεί κι έτσι προσπάθησα να την ξεχάσω πρώτη. Αλλά το πρωί ήταν ακόμη εκεί, στο ίδιο σημείο και με κάρφωνε με το πράσινο βλέμμα. Της άνοιξα να μπει. Με γυμνά πόδια ένιωθα το τρίχωμά της να με ζεσταίνει, ήθελα να την ανεβάσω στο κρεβάτι μου, αλλά πεινούσα πολύ και πήγα να φάω πρωινό αφήνοντάς την να περιμένει. Εκείνη με περίμενε φυσικά, αλλά ούτε όταν επέστρεψα ασχολήθηκα μαζί της. Μια είδηση με ανάγκαζε να φύγω. Έπρεπε να τα μαζέψω και να γυρίσω άρον – άρον σπίτι. Δεν την αποχαιρέτησα καν. Δεν περπάτησα τα δάση, δεν χόρτασα τον ξηρό αέρα των βουνών, ούτε ήπια γάργαρο νερό απ’ τα ρυάκια. Αυτό ήταν. Ένα φανάρι τη νύχτα της αλλαγής. Μια ελάχιστη απόδραση από τη γνώριμη γη. Τη γη, όπου όλα καταλήγουν αργά ή γρήγορα. Όπως ένας ακόμη φίλος.

 

2 thoughts on “κοινός τόπος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.