Οκτώβρης στα δύο

Ξύπνησα χαρακωμένη από εφιάλτη μες στη νύχτα. Κι αμέσως θυμήθηκα πως το πρόσωπο που είδα στον ύπνο μου ήταν μια βαθιά αγάπη κι ένας δεσμός αίματος που σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ξαφνικά με τον χειρότερο τρόπο. Μετά κατάλαβα πως είμαι μόνη και πως δεν είναι δίπλα μου κανείς να μ’ αγκαλιάσει σφιχτά πάνω στον τρόμο του ονείρου που ήταν όμως μια αμετανόητη πραγματικότητα που μου ‘χε σημαδέψει την ψυχή εδώ και χρόνια. Οι θάνατοι όλοι ένας ένας πέρασαν απ’ το σκοτάδι της κάμαρας και μετά ήρθαν και στάθηκαν αμετακίνητες με τη σειρά οι ετοιμοθάνατες σχέσεις με τον εαυτό μου και τους άλλους. Ήμουν πολύ κουρασμένη και δεν είχα κουράγιο να τις αντιμετωπίσω εκείνη την ανταριασμένη ώρα. Το ξημέρωμα πια κατάλαβα πως δεν θα ξεχνιόταν έτσι εύκολα το θέμα.

Σκέφτομαι σήμερα εκείνους που σβήστηκαν απ’ το μυαλό μου σε μια μόλις στιγμή, που ενώ τους άφησα να με επηρεάσουν τόσο έντονα, χτίσαμε κόσμους ολόκληρους μαζί, με την ίδια ένταση έγινα απολύτως αδιάφορη στο πέρασμά τους και δε σημαίνουν πια τίποτα για μένα. Σκέφτομαι και τους άλλους που δεκαετίες έχω να τους δω, δεν έχω ξανακούσει τη φωνή τους, έχουν κρυφτεί στην απέναντι πλευρά της γης ή σε μιαν άκρη του ωκεανού, ξέρω πως ίσως να μη τους συναντήσω όσο ζω κι όμως είναι τόσο ανεξίτηλη η αύρα τους, τόσο πρόσφατες οι λέξεις τους, τόσο αξέχαστο το άγγιγμα της έννοιας τους, πόσο φανερή και ξάστερη η πρόθεσή τους. Το ζωντανό δεν έχει να κάνει με τη παρουσία και η απουσία είναι το ψεύδος του θανάτου.

Βρίσκομαι με ανθρώπους πολλούς, όμορφους, έξυπνους, πεινασμένους για συγκίνηση, παθιασμένους για ελευθερία. Είμαι κι εγώ μέσα σ’ αυτούς. Βρίσκομαι με άλλους, νωθρούς, με βήμα βαρύ, αφημένους στη ροή, μποτιλιαρισμένους στη φρακαρισμένη επιθυμία, τόσο απογοητευμένους που πλέον μοιάζουν να μην μπορούν δίχως αυτήν την απογοήτευση, να νιώθουν γυμνοί και να περπατούν στα σίγουρα μόνο με τα παπούτσια της απελπισίας. Γίνομαι κι έτσι.

Βρίσκομαι με πόσους και δεν συναντιέμαι με κανέναν. Βλέπω στον ύπνο μου όσους έφυγαν γιατί θέλω να είμαι με όσους είναι ακόμα εδώ και φοβάμαι να τους το πω. Πώς να τους το πω δεν ξέρω, αλήθεια.

Φοβάμαι να πω ότι εκείνοι που χάθηκαν είναι φυλαγμένοι στην καρδιά μου, πολύτιμοι, πολύχρωμοι κι απείραχτοι τόσον καιρό απ’ τον καιρό, ενώ εσείς που μου τηλεφωνείτε καθημερινά και με ρωτάτε πώς είμαι και τι κάνω, τρώμε στο ίδιο τραπέζι τις Κυριακές, μοιράζεστε το σαββατόβραδο, κάθεστε δίπλα μου στο σινεμά, με βάζετε στο πρόγραμμα για μια εκδρομή, εσείς είστε να το ξέρετε πολλές φορές πιο μακριά κι απ’ τη σκιά ανάμνησης ενός φευγιού που θέλει να επιστρέψει μα δεν το μπορεί και πασχίζει να ‘ρθει κοντά μου, έστω με ημίμετρα και πλάγιες οδούς, ταράζοντάς μου τον ύπνο.

Δεν έχω ανάγκη από το άγγιγμα εκείνων των ζωηρών πλασμάτων, νιώθω πως είναι δυνατή η φλόγα τους, την ξέρω. Θέλω να ακουμπήσω εσάς που παρότι βλέπω πως βαριανασαίνετε κοντά, ακούω το ενοχλητικό σας σύρσιμο, δίνετε την εντύπωση πως είστε πίσω απ’ την αναπνοή, αδιάφοροι για ένα πλησίασμα, δε νιώθω τη θέρμη της παρουσίας σας, χάνετε το περίγραμμα, το χέρι σας αφήνει το δικό μου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.