ειδάλλως

Χαρίζομαι στη μοναχικότητα. Τούτη η ανάγκη απλώνεται μέσα μου σαν την υγρασία της χειμωνιάτικης νύχτας. Θολώνει τις λάμπες των δρόμων, σκουραίνει το χώμα, νοτίζει τα βλέφαρα. Γλιστράω στην επαφή όπως τα νύχια των περιστεριών στα βρεγμένα πεζούλια. Χάνω την ισορροπία. Η επικοινωνία με ταλαιπωρεί, μου είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο. Να απαντώ στις ερωτήσεις. Να δίνω εξηγήσεις. Ποια είμαι και γιατί είμαι αυτή. Γιατί συνέβη αυτό και δε συνέβη το άλλο.

Με τον εαυτό μου δεν μιλάμε για αυτονόητα. Απολαμβάνουμε τη βουή των αυτοκινήτων που κινούνται  αδιάκοπα στη λεωφόρο. Τις καμπάνες που φτάνουν στ’ αυτιά μας ξέπνοα. Κοιτάζουμε πέρα τα αεροπλάνα και στοιχηματίζουμε για τις διαδρομές, από πού  έρχονται και πού πηγαίνουν. Σχεδιάζουμε ταξίδια. Βάφουμε ένα έπιπλο στη σιωπή, τρώμε λαίμαργα τα μακαρόνια.

Στεγνά πράγματα. Αυτά με τον κόσμο, εννοώ. Πληκτικές ιστορίες. Στερεότυπα αφυδατωμένα. Όχι, δεν θέλω να χάνω έτσι χρόνο. Μετρώ τις μοναχικές μου ώρες. Πολλές, όμορφες ώρες. Αχνίζει ο καφές, σκορπίζει το άρωμά του στα δωμάτια. Τον πίνω αμίλητη, σκεφτική, ονειροπόλα. Γράφω στην ησυχία. Διαβάζω και με παίρνει ο ύπνος στη μέση της σελίδας. Δεν βαριέμαι, καθόλου δεν βαριέμαι. Τους άλλους βαριέμαι. Το ότι δεν ξέρουν πως αυτό που βλέπουν, δεν είναι όλο αυτό που είμαι. Το ότι μ’ εκνευρίζουν με την αδιαφορία τους, αλλά το ενδιαφέρον τους με ρίχνει ύπουλα από τη σκάλα.

Μ’ αρέσει να περπατώ δίχως παρέα. Να κανονίζω το βήμα μου ανάλογα με την ανάσα μου, την ανάσα μου ανάλογα με τη λαχτάρα μου, την κάθε μου λαχτάρα δίχως κανόνα. Τι να την κάνω τη συντροφιά? Μου αρκεί ένα κοίταγμα, δεν θέλω κάτι άλλο αυτήν την ώρα.

Γυρίζω σπίτι. Στο άδειο σπίτι μου. Λειψό από δεύτερα βήματα, από πόμολα που ανοιγοκλείνουν τις πόρτες νευρικά, από τρίτα πιάτα και ποτήρια. Οι χώροι μοιάζουν μεγαλύτεροι όταν περιφέρομαι μόνη εδώ μέσα. Το φως πιο ευχάριστο, αποσυνδέω το τηλέφωνο. Με κουράζει η κοινωνικότητα. Μοιάζει με ενοχλητικό παραπέτασμα μπροστά από γυμνό σώμα. Στα παράθυρα δεν κρέμασα κουρτίνες. Δεν θέλω εμπόδια στην ορατότητα. Το μάτι μου φτάνει μακριά, το χέρι μου αγγίζει τον γυμνό ορίζοντα.

Ας μην πούμε για τις λεπτομέρειες σήμερα. Πότε θα βρεθούμε και πού. Ας μην το συμφωνήσουμε. Ας είμαι ελεύθερη, ξυπόλητη, να συναντήσω όποιον επιθυμώ, δίχως να συνεννοηθώ, χωρίς ειδοποίηση και προγραμματισμό, να προκύψει φυσικά, όπως τότε στα στενά της μικρής μου πόλης, δίχως ψεύτικες χαιρετούρες και εισαγωγικά λόγια, ερωτήσεις ανόητες, σκέτες πληροφορίες. Να γίνει απλά, σαν έκπληξη της στιγμής, μια έκρηξη της καρδιάς, ανάλαφρα, αναπάντεχα, ονειρικά να αγκαλιάσω την ιδανική σου εκδοχή, σ’ έναν τόπο, όπου όλα είναι αισθαντικά και με γοητεύουν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2 thoughts on “ειδάλλως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.