το κορίτσι απ’ την Αβάνα

Ως γνήσιο βιβλιόμουτρο χάνω τους καλούς μου τρόπους. Εδώ που φτάσαμε, σ’ αυτήν τη σχέση ειλικρίνειας που χτίσαμε, τι μου μένει να κάνω? Οφείλω να αποκαταστήσω την αλήθεια, διαφορετικά ποιο το νόημα? Δύο απανωτές φορές δημοσίευσα σχετικά με το κορίτσι απ’ την Αβάνα. Παρέθεσα αυτούσιο απόσπασμα, ανάρτησα φωτογραφία, ενθουσιάστηκα το ομολογώ. Είχα την εντύπωση ότι χτύπησα φλέβα. Δεν είμαι φαν του μινιμαλισμού, αλλά εδώ ήρθα σταδιακά αντιμέτωπη μ’ έναν μαξιμαλισμό μεταφρασμένο σε μικροπράγματα ανούσια, ατμόσφαιρα πανηγυριού, μπιχλιμπίδια. Οι Κουβανοί, αλέγκρος λαός, ανάλαφρος, δεν παίρνει τις υποθέσεις του κατάκαρδα επί μακρόν, βρίσκει τον τρόπο να χαμογελάσει ξανά, χορεύει στο δρόμο, πίνει ρούμι για νερό, συμβιώνει με τη φτώχεια του, ερωτοτροπεί βρόμικα, χορταίνει με μια χούφτα λετσόν ή μια τηγανιτή μπανάνα. Έχω διαβάσει ιστορίες  που με συνεπήραν με το κέφι και την τρέλα, την παραφορά και το πάθος. Τούτο το μελόδραμα όμως μοιάζει με κακή σαπουνόπερα. Η Μαρία που γυρίζει την πλάτη στον μεγάλο έρωτα του ευαίσθητου μουσικού Νέστορ για τις φουσκωμένες τσέπες του Ιγνάσιο και ο διχασμός της μέχρι τα γεράματα, συγγνώμη αλλά δε με συγκίνησαν. Σκηνή στη σκηνή, σεξ στο σεξ, λεπτομέρεια στη λεπτομέρεια, όλα εκτεθειμένα σε μια ενοχλητικά αποκαλυπτική διαφάνεια. Αυτό το βιβλίο μιμείται το φθηνό σώου της ηρωίδας του. Ξεγυμνώνεται άτεχνα. Ξεδιπλώνεται προφανώς. Εξελίσσεται αναμενόμενα. Έκπληξη ουδεμία. Θυμίζει τόσα και τόσα άλλα παρόμοια. Ακόμη και η συνάντηση των δύο εραστών μετά από χρόνια, με την αναλυτική περιγραφή και την αγωνία του συγγραφέα να κατατοπίζει διαρκώς για τα πάντα, αποδυναμώνεται. Οι διάλογοι επιφανειακοί. Οι χαρακτήρες το ίδιο. Στεκόμουν άπραγη μπροστά στην ακατάσχετη φλυαρία. Ποιος νοιάζεται και χαλαλίζει τον πολύτιμο χρόνο του για μια ακόμη χορεύτρια καμπαρέ που έφυγε απ’ το χωριό της, από μια οικογένεια που ξεκλήρισε ο θάνατος, για να καταπλήξει την πόλη με τα κάλλη της και τις ερωτικές πικάντικες περιπέτειές της? Μια τέτοια ιστορία θα ενδιέφερε, αν είχε γραφτεί  διαφορετικά ίσως. Δεν είμαι αφοριστική, απλώς κουράστηκα. Πηγαινοφέρνω το βιβλίο όλο τον Αύγουστο από θάλασσα σε θάλασσα και παρότι οι σελίδες νότισαν, σκέβρωσαν απ’ το αλάτι, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να το τελειώσω σε μια λογική χρονική διάρκεια, όπως αυτή των διακοπών ας πούμε. Πολλά κλισέ. Η αποκάλυψη πως ο πατέρας κακοποιούσε την όμορφη κόρη του. Ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε στα χρόνια ο χαρακτήρας της Μαρίας. Μια γήινη  ορθολογίστρια, με αυτοσυγκράτηση αλλά και βαθιά συναισθήματα για τα οποία δεν πείστηκα. Ο γυναικείος ανταγωνισμός ανάμεσα σ’ εκείνη και την κόρη της. Η αλληλογραφία. Μπλα μπλα μπλα. Ρηχή πολυλογία. Το γλωσσάρι, άλλη ταλαιπωρία. Ίσως προσδίδουν στη γλώσσα ταμπεραμέντο οι πάμπολλες αμετάφραστες λέξεις, αλλά ήταν σκέτος μπελάς να πρέπει να ανατρέξεις για να δεις τη σημασία της καθεμιάς, ώσπου κάποια στιγμή εγκατέλειψα. Όπως εγκατέλειψα να προσπαθώ να προσαρμόσω την ανάγκη μου να διαβάσω κάτι καλό με το γεγονός πως διάβαζα κάτι το λιγότερο μέτριο.

Ακούω το τραγούδι beautiful Maria of my soul. Αυτό που συνέθεσε ο Νέστορ Καστίγιο για την αγαπημένη του και μεταφέρομαι σε μια απ’ αυτές τις ρομαντικές ακτές της Καραϊβικής, κάτω απ’ τους φοίνικες, πίνοντας κοκτέιλ στο ηλιοβασίλεμα, φευ ένα κλισέ ακόμα, και αφήνω στα άδυτα της βιβλιοθήκης μου να ξεχαστεί αυτό το μονότονα πολύχρωμο, υπερβολικά φορτωμένο για τα γούστα μου, χαμηλών απαιτήσεων, τηλεοπτικής αισθητικής, βιβλίο.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.