Όχι πρωινό στο κρεβάτι

Έτρεξα μες στο νερό με τον ενθουσιασμό του μικρού παιδιού που τώρα γνωρίζει τη θάλασσα. Νωρίς, λίγοι στην ακρογιαλιά, ησυχία και δειλά ξυπνήματα. Η στιλπνότητα του πρωινού ορίζοντα, η αγνότητα της νέας μέρας, απαλό χάδι και καλωσόρισμα. Είχα μέρες να λαχταρήσω κάτι, ό, τι κι αν ήταν αυτό, ατονία επιθυμίας και χλιαρά συναισθήματα, περιπλάνηση δίχως ενδιαφέρον όπως το βαριεστημένο βάδισμα δίπλα στα πολύβουα λούνα παρκ, στους πάγκους με τους μικροπωλητές, μαζί με τους αφημένους στη ζάλη του μεσημεριάτικου ήλιου παραθεριστές, μες στις μυρωδιές από τα ψημένα θαλασσινά και τις μπερδεμένες μουσικές από τα δεκάδες παραταγμένα μπαράκια. Με είχε παρασύρει η αργία των στιγμών, η νωχελική κίνηση των σωμάτων που ξεχύνονται στη θέρμη του καλοκαιριού, άφεση και αρυθμία. Πρωτόγνωρη χαρά καθώς άρχισα τις απλωτές, μια χαρά αλλιώτικη, σαν ανακάλυψη μυστικού, σαν μια νέα οπτική να ανοίχτηκε μόνο και μόνο από αυτήν την πρώιμη βουτιά μερικές ώρες νωρίτερα απ’ ότι συνήθιζα. Μέχρι πριν λίγο καιρό το είχα για κακό να σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι πριν τις δέκα ώστε και μόνο με την ιδέα ότι μπορούσε ή έπρεπε να συμβεί αυτό έχανα αποβραδίς  το κέφι μου. Δεν έβρισκα πού το πρόβλημα αφού αναπλήρωνα τον χαμένο χρόνο τη νύχτα, όταν όλοι αποσύρονταν και με…

Read more

δε τράβελερ

Κι όμως ναι. Μετά απ’ το καλοκαίρι είμαι ένα ψάθινο καλάθι που ξεπετιούνται τα καλάμια δεξιά κι αριστερά από τη χρήση, σκαλώνουν στις άκρες από τα φορέματα και ξηλώνονται οι ραφές τους. Τα χερούλια ξεχαρβαλωμένα, δεν υπάρχει τρόπος,  χέρι δεν έχει από πού να με πιάσει με ασφάλεια, αφέθηκα στα πλακάκια έξω απ’ την πόρτα, δεν μπαίνω σπίτι μου. Περιπλανήθηκα στις αμμουδιές, κάτω απ’ τις σκιές των δέντρων που φιλούσανε τη θάλασσα, ο αέρας έριχνε την άμμο πάνω μου, ο ήλιος μου ‘ψησε το χρώμα. Είμαι ένα ζευγάρι σανδάλια φθαρμένα από βήματα και βήματα, σε πόλεις μακρινές, τόπους πολύχρωμους, ξένους και συναρπαστικούς, μέρη με επιθετική ομορφιά και αδιάφορα για το πώς αισθάνομαι, τι σκέφτομαι, με παρέσυραν στην αλητεία τους, με ενέπλεξαν στην παράνοια, στον παλμό και την ένταση, έτσι που ήταν αδύνατο, ήταν αδύνατο να μην παρασυρθώ με ή χωρίς τη συγκατάθεσή μου. Άνθρωποι συναντήθηκαν με το βλέμμα μου, τους ξέχασα, τους θυμάμαι, δεν μπορώ να πω, είδα μάτια και μάτια. Είδα ζευγάρια να αγκαλιάζονται πάνω στις βάρκες, χέρια να φωτογραφίζουν πύλες, πλατείες, αγάλματα, όμορφα πρόσωπα, άσχημα πρόσωπα, σώματα σε μπουλούκια να στέκονται όρθια μπροστά σε πίνακες, σειρές σε μουσεία, ουρές σε τουαλέτες βρόμικες, μόνους ταξιδευτές, συλλέκτες αναμνήσεων, θλιμμένες απόπειρες, πετυχημένα…

Read more



κοινός τόπος

Έψαξα στο ψυγείο μπας και βρω κάνα ρόδι γερό να σπάσω με το τακούνι στην εξώπορτα. Κι αφού δε βρήκα τίποτα της προκοπής, είπα να συνεχίσω τη ζωή μου ρισκάροντας, δίχως τις βεβαιότητες που σου παρέχουν τα μικρά μαγικά της παράδοσης, δίχως ψευδαισθήσεις προσωρινές και καθησυχαστικά τρικάκια. Έβαλα  δεύτερο κρασί. Τα πυροτεχνήματα απ’ όλες τις μεριές χρωμάτιζαν τον ουρανό, φανάρια πετούσαν προς τα σύννεφα. Πρώτη φορά τόση χαρά έσκαγε εκτός μου. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν απ’ το πατρικό μου. Καλή χρονιά, αγάπη μου! Σου ‘πεσε το φλουρί! Τι αστείο! Το φλουρί μου τυχαίνει σ’ ένα σπίτι όπου δεν είμαι. Η στιγμή μου είναι σε κάποιο άλλο σημείο κι εγώ βρίσκομαι μια άλλη στιγμή κάπου αλλού. Όταν έκλεισα το τηλέφωνο και γύρισα στο παράθυρο, είχαν σωπάσει όλα. Σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτα και σαν να μην ακολουθούσε κάτι. Μια παγερή μονοτονία σ’ ένα παρόν που μετρούσε 2018 τέτοιες παράλογες νύχτες. Είναι βαριά η πρωτοχρονιά. Λες κι έχω δυο φορές γενέθλια. Τα πρώτα μόνη μου και τα δεύτερα τα ‘χουμε όλοι μαζί. Λες κι αποκτούμε την ίδια ηλικία και τον ίδιο καημό την ίδια επετειακή ώρα. Μου πέφτουν βαριά τα διπλά γενέθλια, έστω και με συμπαράσταση. Ο χρόνος με πάτησε με…

Read more

ξέρω τι θέλεις

Το καλοκαίρι αυτό μυρίζει αλλιώτικα. Πέρα από τις ρίγανες, τα θυμάρια, τις λεβάντες, την αρπαγμένη πίσσα και τη χυμένη βενζίνη, μια αλητεία αφήνει ανεξίτηλη ανάσα. Σαν όλα να είναι πιθανά. Με μια πιθανότητα που παραδίνεται στη βεβαιότητα. Αλλά αυτό που παραδίνεται απόλυτα στη βεβαιότητα είναι η επιθυμία. Το καλοκαίρι είναι οι αλκυονίδες μέρες της επιθυμίας. Θέλεις να βυθίσεις τα γυμνά σου πόδια στην άμμο. Να δαγκώσεις άπλυτο φρούτο κάτω απ’ την κληματαριά. Να φύγεις οπουδήποτε. Βαδίζει στις τέσσερις το μεσημέρι μες στο λιοπύρι. Πεζός δεν κυκλοφορεί, μόνο ένα αυτοκίνητο στενάζει με κλειστά παράθυρα ενώ η οδηγός ιδρώνει πίσω απ’ τα τζάμια αναθεματίζοντας τα φανάρια και λιώνοντας το μεϊκάπ, τα περίπτερα με τα στόρια κατεβασμένα μέχρι κάτω και τις κλειδαριές ασφαλισμένες λες επ’ αόριστον, ο ήλιος, ο ήλιος παντού κι από παντού ξεχύνεται, γράφει, ευθείες, γωνίες και σχήματα πάνω στους τοίχους, χλομιάζει τα φύλλα, ξανοίγει τα μαλλιά. Ούτε πουλί δε λαχανιάζει. Άραξε στο κλαδί του. Εκείνη βαδίζει. Βαδίζει ασταμάτητα. Ανεβαίνει μια ανηφόρα ατελείωτη, περνάει απ’ το σπίτι της Δανάης, καμαρώνει τα λουλούδια, δυο σκυλιά κάτω απ’ το γείσο της βεράντας βαρυγκωμούν ανυπόφορα, τους έρχεται να σκίσουν το πετσί, τα προσπερνά κι αυτά με κυνική απάθεια, ούτε νερό δεν έχει να τα…

Read more

κάτι απ’ τον Αντώνη

  Δε συνηθίζω να φιλοξενώ κείμενα άλλων. Όμως ο φίλος μου ο Αντώνης έγραψε κάτι που όταν το διάβασα σκέφτηκα πως θέλω να το μοιραστώ και να του δώσω το βήμα μου. Ο Αντώνης είναι ο λόγος που ξεκίνησα να γράφω. Η φωνή του τερμάτισε τη σιωπή μου. Γράψε, μου είπε, ξεκίνα μ’ ένα blog, γράψε. Γράψε!  Κάποια στιγμή τον άκουσα. Κι ακόμα γράφω. Αντώνη μου, σ’ ευχαριστώ. Απολαμβάνω τη γραφή σου, είσαι αστείρευτος, ταλαντούχος, μαγικός. Go on!   “Μικρός έμπαινα κάτω από το τραπεζάκι του σαλονιού. Χωρούσα. Όταν λέω μικρός, εννοώ μικρός. Θα ‘μουν δε θα ‘μουν δύο χρονών. Γι’ αυτό εξάλλου χωρούσα. Μέχρι μια ηλικία χωράς παντού, μετά από μια ηλικία δεν χωράς πουθενά. Αυτή η εικόνα, να χώνομαι κάτω από το τραπέζι, στην πραγματικότητα δεν είναι δική μου ανάμνηση. Πώς άλλωστε; Δεν γίνεται νομίζω να θυμάται κανείς κάτι από μια τόσο μικρή ηλικία – τουλάχιστον εγώ δεν μπορώ. Οι γονείς μου όμως και τα αδέρφια μου, τόσο πολύ διασκέδαζαν με αυτά μου τα καμώματα, που για πολλά χρόνια μετά φρόντιζαν να τα αφηγούνται, σε μένα και σε άλλους (ναι και σε άλλους – ο διασυρμός μου γινόταν τέλειος). Κι έτσι, αφήγηση στην αφήγηση, κατασκευάστηκε πια μια ανάμνηση,…

Read more

στους συμμαθητές μου

Δεν το περίμενα έτσι ακριβώς. Ψέματα λέω. Το περίμενα. Ήταν σαν ένα πάρτι που είχα κάνει στο δημοτικό και όταν έφυγαν όλα τα παιδιά η μητέρα μου ανακάλυψε έντρομη πως υπήρχαν πατημασιές μέχρι και στο ταβάνι της σάλας. Στεκόμασταν οι δυο μας και κοιτάζαμε ψηλά, στο έρημο σπίτι, με τα αφημένα πιάτα, τα λερωμένα ποτήρια, τα μετακινημένα έπιπλα, τις δαχτυλιές στα τζάμια. Εκείνη κοιτούσε απορώντας πώς, μα εγώ το ‘παιζα σοβαρή χαμογελώντας κρυφά γιατί ήξερα πως δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει διαφορετικά κι ένιωθα τρισευτυχισμένη για την υπέρβαση των φίλων μου και την μεγάλη επιτυχία. Εδώ κι ένα μήνα έτρεμε το φυλλοκάρδι μου. Είχε κανονιστεί συνάντηση παλιών συμμαθητών μετά από πολλά χρόνια. Θα βρισκόμασταν όλοι μπροστά στο σχολείο. Είχα να περάσω από κει πάνω από δεκαετία. Είχα να περπατήσω στη μικρή μου πόλη πολύν καιρό. Κάθε βράδυ δυσκολευόμουν να κοιμηθώ από την αγωνία. Ποιοι θα ‘ρθουν, πώς θα αγγιχτούμε, τι θα τους πω, τι θα μου πούνε. Το τελευταίο βράδυ πριν τη συνάντηση κοιμήθηκα ελάχιστα. Μια εισβολή του παρελθόντος στο παρόν καραδοκούσε και με αναστάτωνε, αλλά δεν εμπόδιζα την ταραχή, την άφηνα να με κυριαρχήσει όσο βασανιστική κι αν ήταν. Το ραντεβού ήταν στις οκτώμιση. Περπάτησα λίγο για να φτάσω,…

Read more

Γούντι ο τρυποκάρυδος

Δεν ψοφάω για θερινό. Η γύρω παράλληλη δράση με αποσυντονίζει. Έτσι είμαι εγώ. Σκορποχώρι, τι να κάνουμε? Και αποδεικνύεται συχνά πως η τέχνη της ζωής είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα και συναρπαστική απ’ αυτήν του κινηματογράφου. Δίχως να το καταλάβω πώς, το μάτι μου άφησε την οθόνη κι ανηφόρισε στα μπαλκόνια που βρίσκονταν από πίσω. Δυο πιτσιρίκια μπαινόβγαιναν τραβώντας τις κουρτίνες που πάλλονταν απ’ το θαλασσινό αεράκι, λογομαχούσαν για το τελευταίο παγωτίνι του ψυγείου, έτρεχαν εναλλάξ μια στην αγκαλιά της μάνας τους, μια στης γιαγιάς τους, στρατηγικές και κόλπα. Δυο πιτσιρικάκια που αδιαφορούσαν για την ανάγκη μας να συγκεντρωθούμε στο café society κι έκαναν τα δικά τους γελώντας και φωνάζοντας, έπεφταν και κάτι ψιλές ενδιάμεσα, μια νύχτα Σαββάτου, απ’ αυτές τις όψιμες καλοκαιρινές νύχτες, που όσο ζεστές κι αν είναι, κυοφορούν την παγερή ερημιά του επερχόμενου χειμώνα. Είναι ψυχολογικό το θέμα. Μπορεί και όχι, δεν είμαι σίγουρη. Τέλος πάντων, τα νάτσος ήταν μπαγιάτικα και δίχως τη σος λιωμένου τσένταρ, που μ’ αρέσει, μπροστά μια παρέα μιλούσε συνεχώς και ο καπνός απ’ τα τσιγάρα ερχόταν πάνω μας, η έναστρη νύχτα και η φωτεινή οθόνη δεν αρκούσαν για να κατατοπίσουν τον κύριο που πεινούσε και διψούσε απίστευτα κουβαλώντας με τα δυο χέρια hot…

Read more

ήμουν απλώς περαστική

Για να πάω εκεί έπρεπε να περάσω από αλλού. Διέσχισα όλη σχεδόν τη χώρα. Και είδα πράγματα που είχα ξεχάσει πως συμβαίνουν. Πιτσιρίκια στο χείλος της ασφάλτου με απλωμένο χέρι να προσφέρουν ένα κουπάκι μούρα για κάνα κέρμα. Σαλονάκια από βελούδο, καναπέδες λειψοί, άλλος χωρίς τα ποδαράκια, άλλος με σκισμένο ύφασμα, κάτι σαν καναπές, διπλωμένο στρώμα ακουμπισμένο σε τούβλα, με μια σκιά στημένη από καλάμια και κουρελούδες από πάνω, κάθονταν οι πωλητές και περίμεναν να πουλήσουν καμιά ντομάτα ή κολοκύθα, λίγη σπιτική μαρμελάδα μέσα στην κάψα. Σε άλλη περιοχή, μάνικες στερεωμένες με κοτρόνες, ώστε να πηδάει ψηλά το τρεχούμενο νερό, σήμαιναν πως αν θέλεις, σου πλένουν το αυτοκίνητο για ψίχουλα, μέσα έξω. Καλάθια πλεγμένα στο χέρι, πιο κάτω, λογιών λογιών, κοφίνια, πανέρια, τα έδιναν για λίγα ευρώ. Κατέβηκα να πάρω ένα. Με πλησίασε ένας άνδρας με το στομάχι κολλημένο στην πλάτη, απροσδιορίστου ηλικίας, από κείνους που το λιπόσαρκο πρόσωπο και τα μισά δόντια είναι λόγος για να μην καταλάβεις αν είναι είκοσι, τριάντα, σαράντα χρονών. Μ’ άρεσε ένα, το πλήρωσα, έφυγα, απομακρυνόμουν και τον έβλεπα απ’ το καθρεφτάκι να μικραίνει, να μικραίνει κι άλλο, κι άλλο, να εξαφανίζεται στους υδρατμούς. Το μεσημέρι αφόρητο. Μ’ έπιασε πονοκέφαλος. Μούδιασα. Ήθελα να κατουρήσω.…

Read more