βάλε ένα φύλακα

Είχα υποσχεθεί πως θα επανέλθω με τη Χάρπελ Λη, αλλά δεν το ‘κανα τόσο για να κρατήσω την υπόσχεσή μου, όσο για να ικανοποιήσω την επιθυμία μου. Κι όπου η επιθυμία κυριαρχεί, πολλές φορές η λογική πάει περίπατο. Θέλω να πω πως παθιάζομαι με τα βιβλία. Φανατίζομαι σχεδόν. Αν τα αγαπήσω, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Γίνομαι αντιπαθητική, απόλυτη κι ισχυρογνώμων, ξεχνώ τους τρόπους μου,  χάνω τη δημοκρατικότητά μου. Το διάβασμα δε σε καθιστά σώνει και καλά συνετό κι  ενάρετο. Ούτε καθώς πρέπει. Γι’ αυτό παραιτούμαι από κάθε τέτοια αξίωση κι αφήνομαι στις σκέψεις και τα συναισθήματα. Έζησα πάλι αξέχαστες στιγμές με το νέο βιβλίο της Λη. Έπαθα αυτό που παθαίνει κανείς όταν γεύεται κάτι χορταστικό και πεντανόστιμο και μετά ό, τι άλλο βάζει στο στόμα του, του φαίνεται άνοστο και λίγο. Μακάρι να μπορούσα σε μια στιγμή να σας μεταγγίσω το «βάλε ένα φύλακα» και να τα λέγαμε τώρα επί τόπου. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σας καταθέσω τη δική μου άποψη, τη ματιά και το χτυποκάρδι μου μέσα από το παρακάτω λινκ. Είναι η τελευταία δημοσίευσή μου στο λογοτεχνικό περιοδικό vakxikon, όπου είμαι καιρό συντάκτρια. Καλή ανάγνωση και σύντομα πάλι εδώ. http://www.vakxikon.gr

Read more

όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια

Ο Σάλιντζερ στο Φύλακα στη σίκαλη αναφέρει πως όταν του αρέσει ένα βιβλίο θέλει να ‘χει φίλο του το συγγραφέα για να μπορεί να τον πάρει στο τηλέφωνο. Κι ο Όστερ στον Αόρατο λέει ότι αρκετά καλός συγγραφέας είναι αυτός που τον πληρώνουν για τη δουλειά του. Θα μπορούσα να περιμένω ώρες έξω απ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο, εκτεθειμένη στη βροχή και τον αέρα, για να πω στη Χάρπερ Λη μια καλησπέρα. Θα πλήρωνα όσο όσο για να την διαβάσω. Ένα βιβλίο υποψιάζεσαι πως θα ‘ναι συναρπαστικό ακόμη κι απ’ τον τίτλο του. Και καθώς το διαβάζεις, ή  επιβεβαιώνονται πανηγυρικά οι υποψίες σου ή μετά λύπης διαπιστώνεις πως επρόκειτο για μία μόνο ευρηματική στιγμή του συγγραφέα. Όμως εδώ βλέπεις μπροστά σου το θαύμα της λογοτεχνίας απ’ την αρχή ως το τέλος. Οι ήρωες ζωντανεύουν και σε παίρνουν μαζί τους. Μυρίζεις το καλαμποκίσιο ψωμί της Καλπούρνια, μασουλάς με αγωνία το πούρο του δικαστή Τέιλορ, στρέφεις το πρόσωπό σου γιατί δεν αντέχεις την βρομερή ανάσα του Μπόμπ Γιούελ, παραφυλάς πίσω απ’ τις φυλλωσιές το ερμητικά κλειστό σπίτι του Άρθουρ Ράντλεϊ παρέα με τον Τζεμ, τον Ντιλ και τη Σκάουτ, θέλεις να ξαναγίνεις μικρό παιδί για να σε πάρει στα γόνατά του ο Άτικους…

Read more

ο Λούσιας

Σίγουρα, σίγουρα έχετε δει την ταινία «τα κίτρινα γάντια». Παλιό, καλό, ελληνικό σινεμά. Εκεί λοιπόν, μέσα σ’ ένα καφενείο πάνω στο δρόμο προς τους Αγίους Θεοδώρους, εμφανίζεται ένα παιδί με κάποια έλλειψη κι ένα παρουσιαστικό αστείο. Μαλώνει με τον πελάτη για το τραπέζι και την καρέκλα. Τη λεμονάδα από λεμόνια και την πορτοκαλάδα από πορτοκάλια. Ο ψυχαναγκασμός της κυριολεξίας. Η κυριολεξία είναι ο μόνος δρόμος για επικοινωνία. Δεν υπάρχει πίσω κείμενο ή άλλη από την προφανή ερμηνεία. Ο ρόλος άφησε εποχή. Ίσως αυτός να ενέπνευσε το Χουλιαρά να γράψει το Λούσια. Ίσως πάλι να αυθαιρετώ επικίνδυνα και να φαντάζομαι δικά μου. Πάντως ο Λούσιας είναι ένας ήρωας διαφορετικός απ’ τους συνηθισμένους ήρωες βιβλίων. Βλέπει τα πράγματα δισδιάστατα κι έτσι τα ζωγραφίζει. Όπως το μικρό παιδί που δεν μπορεί να διακρίνει τις προθέσεις. Το δόλο που πιθανόν καραδοκεί πίσω από ένα γελαστό πρόσωπο. Τη χαρά που μπορεί να εκδηλώνεται με κλάμα. Είναι διανοητικά καθυστερημένος? Μάλλον. Είναι κοινωνικά αμαθής? Προφανώς. Στερείται εγκεφαλικής νοημοσύνης. Σύμφωνοι. Αλλά συνήθως το μάτι του τρελού συναντάει σε μια γωνία το μάτι του καλλιτέχνη. Κι ο Λούσιας παρατηρεί κι ερμηνεύει τα πράγματα μ’ έναν τρελό και συνάμα μ’ έναν έντεχνο τρόπο. Αφηγείται τη ζωή του επαναλαμβάνοντας τις ίδιες…

Read more

βιβλιόμουτρο

Το παρακαλετό της μάνας μου για να διαβάσω τα καλοκαίρια κανά βιβλίο λογοτεχνικό, ν’ ανοίξει η γλώσσα μου, να απλωθούν οι ορίζοντες, μπας και γράψω καμιά έκθεση της προκοπής, ήταν το κάτι άλλο. Κάθε μεσημέρι τα ίδια. Να σκάει ο τόπος, να σκέφτομαι τα παιχνίδια μου, να ‘χω και τη μάνα μου να μου κάνει στοίβες δίπλα στο κρεβάτι τα βιβλία. Μα πόσο βαρετά μου φαίνονταν όλα αυτά! Τι να συγκρίνω τώρα? Τους χάρτινους κόσμους που, όσο συναρπαστικοί κι αν ήταν, δεν μπορούσαν να παραβγούν με τους σπαρταριστούς πλανήτες που έκαναν τους τρελούς δορυφόρους μέσα στο κεφάλι μου και με πήγαιναν έξω και πέρα από τούτο δω το γαλαξία? Ανάθεμά με αν είχα διαβάσει έστω ένα βιβλίο ολόκληρο κάποιο καλοκαίρι παιδικής ηλικίας. Ούτε ένα. Και δε μου ‘φτανε που δεν το διάβασα, κουβαλούσα και το βάρος της ενοχής που δεν το ‘χα διαβάσει. Έτρεμα μην έρθει το φθινόπωρο κι αρχίσουν να κατεβάζουν τα άλλα παιδιά κατάλογο με αναγνώσματα κι εγώ δεν είχα εύκαιρο ούτε έναν τίτλο. Κι όμως καμία φίλη μου, κανένας φίλος μου δεν είχε διαβάσει το παραμικρό. Το μόνο που είχαμε κάνει ήταν να οργώνουμε τις αλάνες, να σημαδεύουμε με γρατζουνιές τα γόνατα, να επινοούμε σχέσεις και να…

Read more