ήμουν απλώς περαστική

Για να πάω εκεί έπρεπε να περάσω από αλλού. Διέσχισα όλη σχεδόν τη χώρα. Και είδα πράγματα που είχα ξεχάσει πως συμβαίνουν. Πιτσιρίκια στο χείλος της ασφάλτου με απλωμένο χέρι να προσφέρουν ένα κουπάκι μούρα για κάνα κέρμα. Σαλονάκια από βελούδο, καναπέδες λειψοί, άλλος χωρίς τα ποδαράκια, άλλος με σκισμένο ύφασμα, κάτι σαν καναπές, διπλωμένο στρώμα ακουμπισμένο σε τούβλα, με μια σκιά στημένη από καλάμια και κουρελούδες από πάνω, κάθονταν οι πωλητές και περίμεναν να πουλήσουν καμιά ντομάτα ή κολοκύθα, λίγη σπιτική μαρμελάδα μέσα στην κάψα. Σε άλλη περιοχή, μάνικες στερεωμένες με κοτρόνες, ώστε να πηδάει ψηλά το τρεχούμενο νερό, σήμαιναν πως αν θέλεις, σου πλένουν το αυτοκίνητο για ψίχουλα, μέσα έξω. Καλάθια πλεγμένα στο χέρι, πιο κάτω, λογιών λογιών, κοφίνια, πανέρια, τα έδιναν για λίγα ευρώ. Κατέβηκα να πάρω ένα. Με πλησίασε ένας άνδρας με το στομάχι κολλημένο στην πλάτη, απροσδιορίστου ηλικίας, από κείνους που το λιπόσαρκο πρόσωπο και τα μισά δόντια είναι λόγος για να μην καταλάβεις αν είναι είκοσι, τριάντα, σαράντα χρονών. Μ’ άρεσε ένα, το πλήρωσα, έφυγα, απομακρυνόμουν και τον έβλεπα απ’ το καθρεφτάκι να μικραίνει, να μικραίνει κι άλλο, κι άλλο, να εξαφανίζεται στους υδρατμούς. Το μεσημέρι αφόρητο. Μ’ έπιασε πονοκέφαλος. Μούδιασα. Ήθελα να κατουρήσω. Σε μια πλαγιά, δεξιά, είδα καρφιτσωμένο ένα μικρό εστιατόριο με ξύλινα κιόσκια και κήπο. Σταμάτησα. Όλα πεντακάθαρα, τα λουλούδια ολάνθιστα, τα παγκάκια φρεσκολουστραρισμένα. Ο νεαρός που ήρθε να πάρει παραγγελία δεν ήξερε λέξη αγγλικά. Τα βρήκαμε ζωγραφίζοντας σε μια χαρτοπετσέτα σκίτσα. Ήπια γρήγορα τη λεμονάδα, του άφησα και πενήντα λεπτά μπουρμπουάρ. Μα την ώρα που έφευγα, τον είδα να ‘ρχεται από μέσα τρέχοντας για να με προλάβει, χαμογελαστός με μια πιατέλα φρούτα. Γύρισα πίσω και ξανακάθισα στο τραπέζι. Έτρωγα το καρπούζι κι αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν. Πλήρωσα για κάτι που άξιζε πολύ λιγότερο απ’ όσα τελικά μου πρόσφεραν. Είναι σαν να πηγαίνεις σ’ ένα εστιατόριο, να παραγγέλνεις μόνο ένα γλυκό κι εκείνοι για κέρασμα να σου προσφέρουν ένα κυρίως πιάτο. Τόσο δυσανάλογη μου φάνηκε η γενναιοδωρία. Τόσο καταπληκτική. Τόσο σπάνια. Πιο πέρα, δίπλα στη λίμνη, άλλη μια επιχειρηματική ιδέα. Γυάλινες μικρές γούρνες πάνω σε τροχήλατα καρότσια, μέσα ψαρούκλες λιμνίσιες, στριμωγμένες, με τις μούρες στραπατσαρισμένες στα γυάλινα τοιχώματα κι ένας όρθιος πωλητής δίπλα να κρατάει ένα ψάρι απ’ την ουρά και να το τινάζει καλώντας με να το αγοράσω. Πήγα, ήρθα, κανέναν δεν είδα να σταματάει πουθενά. Ούτε στους ψαράδες, ούτε στους καλαθοποιούς, ούτε στους μανάβηδες, ούτε στους λαντζιέρηδες, ούτε στα παιδιά που έτειναν τα μπολάκια με τα πλυμένα μούρα. Κι όμως, ήταν όλοι εκεί. Κάθε στιγμή, με κάθε καιρό, σε όλον το δρόμο, στα πόστα τους, στη δουλειά και στο πείσμα τους να επιβιώσουν. Στους κάμπους, πλάι στα ποτάμια, μέσα στα βουνά, σύριζα στις ρόδες των αυτοκινήτων. Στην πόλη περπάτησα ώρα. Κάτω απ’ το ξενοδοχείο είχε ένα μικρό φούρνο. Είπα να πάρω λίγα μπισκότα, να τα βουτήξω στο γάλα, μπας και με πιάσει η συνηθισμένη αϋπνία, να χω κάτι να μασουλήσω, να μελωθώ, να ζαλιστώ, μήπως κι από τη ζάχαρη με πάρει ο ύπνος. Ο φούρναρης δεν ήταν ούτε τροφαντός, ούτε αναψοκοκκινισμένος. Ήταν χλωμός και τόσο μικροφτιαγμένος, που με το ζόρι φαινόταν πίσω απ’ τον πάγκο. Τα μάτια χωμένα στα κόκαλα, τα χέρια γεμάτα αλεύρι. Ζήτησα έξι γλυκά κουλούρια. Μα δεν είχε να μου δώσει ψιλά για ρέστα. Τώρα? Πάρ’ έτσι. Στα χαρίζω. Ε όχι. Ναι, ναι, στα χαρίζω. Και στα χαρίζω με χαμόγελο. Θυμήθηκα σε μια άλλη, πλούσια χώρα, μια φορά, λαχτάρησα λίγη σοκολάτα. Μπήκα σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και ζήτησα ένα μικρό τρουφάκι. Όταν πήγα στο ταμείο, είδαν πως δεν είχαν ψιλά. Μου το πήραν θυμωμένοι απ’ τα χέρια, το έβαλαν πάλι στο ψυγείο. Τι συγκρίνεις, θα μου πεις. Τίποτα. Δε συγκρίνω τίποτα. Σκέφτομαι μόνο πόσες φορές λέω να τα παρατήσω. Χάνω την υπομονή, λιώνω το κουράγιο. Μα όταν φέρνω στο νου μου εκείνο το αγόρι με το ψάρι να κρέμεται από τα δάχτυλα του, αδύνατο σαν βελόνα κάτω απ’ τον ήλιο, να περιμένει πότε κι αν σταματήσει κανείς για να αγοράσει το γριβάδι του, να περιμένει, χθες, σήμερα, αύριο, μεθαύριο και ξανά και κάθε μέρα τα ίδια, μια ολόκληρη ζωή τα ίδια, δε συγκρίνω τίποτα. Παίρνω το σημειωματάριο και γράφω. Κλείνω τα μάτια και γλιστρώ στο δρόμο. Σε λίγο θα έχω φτάσει στον προορισμό μου. Σε λίγο θα είμαι αλλού, θα στρώσω στο βλέμμα μου χρώματα και σχήματα άλλα. Έτσι υπολόγιζα. Μα, μόλις επέστρεψα, αφού πήγα όπου ήθελα, είδα τόσα και τόσα, χάθηκα στην απεραντοσύνη της θάλασσας, στη λάμψη του κοσμοπολιτισμού, στην αίγλη των μνημείων, αυτές οι εικόνες που πίστευα πως γρήγορα θα ξεθώριαζαν, αυτές τώρα κυριαρχούν, και σκέφτομαι πως το ταξίδι μου άρχισε και τελείωσε εκεί. Στη μακρά διαδρομή της επιμονής. Σ’ έναν ταπεινό σταθμό ανάπαυσης. Στην πιο απότομη στροφή του αγώνα.

IMG_7661

14 thoughts on “ήμουν απλώς περαστική

  1. Θέdα Post author

    Γεια σου, Lina! Να το κάνεις το ταξίδι με χίλια! Σε φιλώ και καλά να περνάς!

  2. Lina

    ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΕΝΤΑ!
    ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΚΙ ΕΓΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΩ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ.
    ΑΣ ΕΥΧΗΘΩ ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ ΜΑΣ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΣΤΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΘΗ ΜΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

  3. Giorgio

    Η χώρα είναι πάνω απ” όλα οι άνθρωποί της. Αυτοί κάνουν έναν τόπο όμορφο, γαλήνιο, τρυφερό. Ξέρουν από φτώχια και δεν την φοβούνται, ζουν ήρεμοι, έχουν ευγένεια και παιδεία.

  4. Θέdα Post author

    Το σύντομο πέρασμά μου δε μου επέτρεψε να βγάλω ασφαλές συμπέρασμα. Ίσως όλος ο καθημερινός αγώνας να στηρίζεται στην προσδοκία και την ψευδαίσθηση αυτής της ευφορίας. Καλημέρα, Λουκά!

  5. ΛΟΥΚΑΣ

    Η χώρα ζει την ευφορία των πρώτων χρόνων της ελευθερίας του πρώιμου καπιταλισμού, κτίρια, σουβλάκια, αυτοκίνητα, ρούχα, έντονες μουσικές, φωνές νεανικές και χαρούμενες.

  6. Θέdα Post author

    Μιλώ για τη γειτονική Αλβανία. Είναι χρόνια πίσω στην οικονομία. Είναι χρόνια μπροστά στην ανθρωπιά. Ευχαριστώ που πέρασες, Κίμι!

  7. Θέdα Post author

    Γι’ αυτό υπάρχουν οι κυβερνήσεις. Για να πετυχαίνει το κρασί. Αλλά στην πράξη τα πράγματα ξινίζουν… Καλημέρα, Penny!

  8. Penny

    Η χώρα είναι σαν τον μούστο που σιγοβράζει μέσα στο βαρέλι και κανείς δεν ξέρει εάν θα γίνει ένα στιβαρό νόστιμο κρασί ή ένα ξύδι για πέταμα.

  9. Κίμι

    Αυτό που ξέρω είναι πως οι άνθρωποι είναι πολύ ευγενικοί και πως πολύ σύντομα το στερεότυπο που υπήρχε για τους γείτονές μας θα αλλάξει.

  10. Θέdα Post author

    Τα γράμματα της καρδιάς είναι ψιλά, δυσανάγνωστα, μα βαθιά χαραγμένα. Σε φιλώ, αλίκη! Καλήνύχτα!

  11. Θέdα Post author

    Ευχαριστώ για την τιμή της επίσκεψης και την ομορφιά της έκφρασης, αγαπητέ μου, Τόλη Νικηφόρου!

  12. Τόλης Νικηφόρου

    Καλογραμμένο, τρυφερό κι ανθρώπινο με την ιδιαίτερη ευαισθησία της Theda. Χαίρεται κανείς να διαβάζει τέτοια κείμενα.

    Δεν είσαι απλώς περαστική από τη λογοτεχνία !!

  13. αλικη

    μπραβο!!!! για τα υπεροχα συναισθηματα σου. για πολλους αλλους ..ψιλα γραμματα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.