το ύφασμα

Κάποιοι έχουν την εντύπωση πως είσαι έτοιμος να ξεπουληθείς με την πρώτη ευκαιρία στα παζάρια. Να κρεμαστείς στους αυτοσχέδιους γάντζους από σίδερο, να σε πηγαινοφέρνει ο άνεμος, να γίνεις κοινό εμπόρευμα του τέλους εποχής.

Θαρρούν πως είναι απλό και εύκολο. Υπόθεση στιγμής. Όσο να αναποδογυρίσει στον πάγκο ένα καλάθι ρούχα.

Σε ρίχνουν κακό μακό στη σούμα με τ’ απομεινάρια. Θέλουν ν’ αφεθείς δίχως αντίρρηση στο σκόντο του πονηρού πραματευτή.

Άλλο χέρι να σε τραβάει από δω, άλλο από κει. Άλλο θα το σκεφτεί λίγο αν του χρειάζεσαι, θα αποφασίσει ναι, μετά θα αλλάξει γνώμη για να σ’ αφήσει κουλουριασμένο πίσω.

Κάποιος ενίοτε επιθυμεί να σε βάλει στη σακούλα για μια τιμή κιλού ανάλογη μ’ ένα τσίτι.

Κι επειδή θέλουν να σε χειρίζονται, αναρωτιούνται επίμονα τι κρύβεις άραγε πίσω απ’ το στεγανό ύφασμά σου. Πίσω απ’ το αδιάβροχο υλικό, το αδιαφανές, αυτό με τα σημάδια, τις τσάκες, τις στραβές ραφές και τα χίλια δυο τραβήγματα, το άχρωμο πανί από κύτταρα, αυτό που καλύπτει μ’ επιτυχία την καρδιά και που δεν την ακούν δίχως προσπάθεια, παρά μονάχα αν πλησιάσουν μ’ ελεύθερο αυτί κι αφουγκραστούν τους χτύπους.

Σκοντάφτω τέτοιους καιρούς σε κάτι πανέρια με εκπτώσεις ζωής μεγάλης ευκαιρίας.

Διακρίνω απ’ το σωρό πλεχτούς θώρακες με τρύπες ακαρίκωτες που κατέληξαν στ’ αζήτητα. Καβάλους τριμμένους. Μπαλωμένες χειραψίες με κενά στα δάχτυλα, ξεχειλωμένα βήματα, σκουφιά με φούντες στον εγκέφαλο, αταίριαστες συναντήσεις δίχως σημασία. Φιλιά αδρά, αγγίγματα που τσιμπάνε ανυπόφορα και που δεν θα φορούσα για να βγω στα πρόχειρα ούτε μέχρι τη γωνία.

Ανακατεύω εσάρπες που δένουν γύρω απ’ το λαιμό, μα τις αφήνω πάλι γρήγορα γιατί ο λαιμός είναι ήδη πνιγμένος τύπος. Βγαίνει στην επιφάνεια του νερού με μάτια ψόφιου ψαριού. Τρομάζω, φεύγω.

Πετάω τα δερμάτινα από δέρμα ψεύτικο, όμως το ψεύτικο δέρμα φοράει γνήσια αλεπού και βγαίνει καμαρωτό έξω.

Βλέπω τους ώμους να στέκουν στις κρεμάστρες στητοί, μα στις πλάτες να γέρνουν σκυφτοί, αναγκασμένοι να σηκώνουν κάθε ανόητο αφήγημα.

Κοιτώ που σε κατεβάζουν με ενθουσιασμό από τα ράφια, σε ξεδιπλώνουν ανοιχτό σε τόσα μάτια, βγάζουν ντελάλη για χάρη σου πως τώρα πλέον είσαι απαραίτητος, συμφέρεις και να σε προτιμήσουν. Μυρίζεις κάτι σκονισμένο. Μυρίζεις ανάσα μηχανής. Χωράς σε πρακτική συσκευασία νάιλον, έχεις γραμμένες τις οδηγίες πλύσης.

Ακολουθώ. Καθώς σε πηγαίνουν σπίτι στο πακέτο για να σ’ αφήσουν στο βοηθητικό δωμάτιο κι εκεί να ξεχαστείς.

Τελειώνει η εποχή και δεν σε ψάχνει κανείς για να σε ρίξει επάνω του.

Τώρα που η εποχή τελειώνει, που ο χιονιάς στριφογυρίζει και παραμένει εδώ, ενώ είναι η ώρα του να αποσυρθεί άπραγος, παραμένεις ακόμη ένα ρούχο αχρείαστο, αφόρετο, περιττό, μια απερισκεψία και μια επιπολαιότητα πάνω στη φούρια, πάνω στη βιάση ενός περαστικού που βρέθηκε τυχαία στο δικό σου το στενό κι ήθελε οπωσδήποτε να πάρει κάτι για το τίποτα.

 

 

 

 

 

2 thoughts on “το ύφασμα

  1. Θέdα Post author

    Καλημέρα, Τζένη. Όλοι κάποια στιγμή περνούν από μια δύσκολη στροφή. Να έχεις μια όμορφη Κυριακή.

  2. Τζένη Μανάκη

    Εμπειρίες … πολύ όμορφα διατυπωμένες, αληθινές, κι ελπίζω να μην είναι ή να μη γίνουν ποτέ δικές σου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.