μπισκότα με κανέλα
Όταν ένας άνδρας φοράει καλοσιδερωμένο πουκάμισο πάει να πει πως μια μητέρα ξυπνάει από νωρίς να του ετοιμάσει πρωινό έχοντας την ψευδαίσθηση πως είναι ακόμη νέα και ο γιος της ένα παιδί που θα πάρει τη σάκα του και θα φύγει για το σχολείο. Ίσως πάλι να σημαίνει πως μια γυναίκα του χαρίζει κάθε μέρα ένα ζεστό φαγητό κι ένα γλυκό χαμόγελο. Μπορεί να είναι τέλεια εκπαιδευμένος στο σιδέρωμα ή απλώς να εμπιστεύεται ένα καλό στεγνοκαθαριστήριο και τίποτ’ άλλο.
Μια ντάνα πουκάμισα με περίμενε να αποδείξω πως είμαι η δεύτερη εκδοχή, ακόμη και τώρα που είναι ανώφελο να φοράς σιδερωμένα ρούχα, όταν δεν έχεις κάπου ωραία να πας, όταν όλα μοιάζουν όντως με μια στοίβα από μπερδεμένα πανιά, αφημένα και ξεχασμένα.
Άφησα στη μέση το σίδερο γιατί πήγα να ανοίξω την πόρτα. Ήταν η μητέρα μου που ήρθε να φέρει μπισκότα κανέλας, από ‘κείνη την κανέλα που κάνει τους ανθρώπους να κοιτάζονται βαθιά στα μάτια. Την κοίταξα βαθιά στα μάτια λοιπόν και της είπα για τη ζωή μου που είναι μια φοβισμένη ζωή, για τις επαναστάσεις που ήταν να γίνουν αλλά δεν έγιναν και για τα όπλα μου που ανήκουν πια σε άλλες εποχές και σκούριασαν να περιμένουν.
Ας έβρισκα τουλάχιστον το θάρρος να ζητήσω από τον εαυτό μου αυτά που συνήθιζα να ζητάω τόσον καιρό από τους άλλους, κάτι θα ήταν κι αυτό, παραδέχτηκα.
Στεκόμασταν όρθιες πάνω από τον πάγκο της κουζίνας, τα μπισκότα άχνιζαν κάτω από τη μύτη μας, δεν φορούσαμε μάσκες, δεν κρυβόμασταν. Εκείνη με το πανωφόρι της γιατί ήταν βιαστική κι έπρεπε να φύγει γρήγορα να πάει στο σπίτι της μικρής της κόρης που ήταν στη δουλειά, για να κρατήσει τα εγγόνια.
Με άκουγε λέγοντας κάτι παρηγορητικό κάθε τόσο κι εγώ ήθελα να την κρατήσω εκεί, έστω όρθια, έστω έτοιμη να φύγει, να την κρατήσω μαζί μου για λίγο ακόμα. Εκείνη όμως έφυγε, γιατί έτσι έπρεπε να κάνει κι έμεινα μόνη με μια ηλεκτρική συσκευή που σφύριζε επίμονα να πάω.
Σε λίγο διέκοψα πάλι γιατί χτύπησε το τηλέφωνο. Καλούσε από τα δικαστήρια η αδερφή μου. Σε ένα κλεφτό κενό ανάμεσα στις ανακρίσεις πήρε να μου ζητήσει τον λόγο που την έψαχνα χθες όλη μέρα. Της απολογήθηκα όπως ήξερα και όπως νόμιζα πως είχαν τα γεγονότα. Ρώτησε όσα θεώρησε πως όφειλε να ρωτήσει, είπε όσα θεώρησε πως όφειλε να πει και μετά μοιράστηκε τα δικά της, να, πως την ώρα που έδινε γάλα στο μωρό νυσταγμένη κατά τις τρεις, αναλογιζόταν και όλα εκείνα που συνηθίζουν να μας χτυπούν την πόρτα τη νύχτα.
Ξαφνικά έκλεισε το τηλέφωνο. Κάποιοι την καλούσαν για υποθέσεις πιο επείγουσες απ’ τις δικές μου κι έμεινα πάλι μόνη με τον ατμό απ’ την πρέσα να έχει γεμίσει θολούρα το δωμάτιο και να σκέφτομαι πώς θα συνεχίσω.
Καμιά μας δεν είπε τίποτε καινούργιο και σήμερα. Ούτε εγώ, ούτε η μητέρα μου, ούτε η αδερφή μου. Όλες οι συζητήσεις που έγιναν μεταξύ μας αυτό το πρωινό είχαν γίνει ξανά και ξανά και τα συμπεράσματα ήταν γνωστά και ίδια.
Οι συζητήσεις επαναλαμβάνονται, τα συναισθήματα επαναλαμβάνονται, οι λέξεις επαναλαμβάνονται, οι αναβολές, οι υποσχέσεις, τα αναπάντητα ερωτήματα. Όλα. Επαναλαμβάνονται, όπως οι εποχές, οι μήνες, οι μέρες, οι ώρες, τα Χριστούγεννα.
Αλήθεια, έρχονταν Χριστούγεννα. Άφησα για ακόμη μια φορά το σίδερο στα μισά και κατέβηκα στο υπόγειο να ψάξω για τα στολίδια.
Βρήκα τις κούτες στο βάθος. Τις πήρα μία μία και τις ανέβασα στο σπίτι. Τα άπλωσα όλα πάνω στο τραπέζι, στις καρέκλες, στο κρεβάτι, στο πάτωμα. Γέμισα τον τόπο.
Έφερα μια γύρα και συνειδητοποίησα πως πια δεν υπήρχε πουθενά άδειο μέρος. Ρούχα σιδερωμένα κρεμασμένα στα πόμολα, διπλωμένα στις πλάτες του καναπέ, άλλα ασιδέρωτα κουβάρι πιο πέρα, η σιδερώστρα και το σίδερο στη μέση με τα καλώδια τρικλοποδιά, οι κούτες ξεκοιλιασμένες μπροστά στην είσοδο, τα χριστουγεννιάτικα στολίδια εδώ κι εκεί, τα μπισκότα εκτεθειμένα στην ξέσκεπη πιατέλα.
Άνοιγα υποθέσεις και τις άφηνα ανοιχτές. Αυτό κι αν ήταν κάτι που επαναλαμβανόταν.
Δάγκωσα ένα μπισκότο κανέλας, πήγα μπροστά στον καθρέφτη, με κοίταξα στα μάτια.
Φτάνει ως εδώ είπα. Ό,τι άνοιγα ας το έκλεινα κι ας άρχιζα ό,τι ήταν να αρχίσω τελειώνοντας μια και καλή με τα τελειωμένα.
Όμως κι αυτήν την υπόσχεση την είχα δώσει ξανά και ξανά. Τίποτα το καινούργιο.
Όταν ο άνδρας με το καλοσιδερωμένο πουκάμισο, που δεν ήταν τόσο καλοσιδερωμένο πια, επέστρεψε, όλα ήταν όπως συνήθως. Το φαγητό, το χαμόγελο, εκείνος, εγώ. Ακόμη και τα μπισκότα της κανέλας.