άλλη μια Παρασκευή

Αυτή η τσάντα με τα μουτζουρωμένα τετράδια, τις κακοβαθμολογημένες ασκήσεις, τα φθαρμένα βιβλία και τα κρυμμένα σημειώματα παραχωμένα σε κενά και σε τυφλές θήκες ανάμεσα σε μολύβια και στυλό ριγμένα έτσι που να γίνονται άφαντα, είναι προφανώς δική μου.

Αφημένη δίπλα στην πόρτα, η πόρτα ανοιχτή κι εγώ φευγάτη ήδη. Το αγόρι με περιμένει, πρέπει να κάνω γρήγορα. Οι φίλες θέλουν να μου πουν ξανά τα μυστικά τους κι εγώ θα τις ακούσω με προσοχή. Η μητέρα μου γυρίζει από τα τελευταία ψώνια, ήμουν απογευματινή, μην την πετύχω στη διαδρομή μόνο, γιατί είναι μια γλυκιά Παρασκευή, θα ξεχάσουμε πως έχουμε διάβασμα, έχουμε μόνο ο ένας τον άλλον, η μία την άλλη, είμαστε παιδιά.

Όχι, μην την πετύχω τώρα. Θα πάω από δω, μήπως εκείνη έρθει από κει.

Τίποτα δεν γίνεται και όλο κάτι γίνεται. Τα γεγονότα είναι σοβαρά κι όμως ανάλαφρα. Ο κόσμος μας καταρρέει με το που θα περάσει από μπροστά μας εκείνος που θέλουμε να μας κοιτάξει κι όμως δεν μας ρίχνει ματιά. Έρχεται και μου μιλάει ο άλλος που μου είναι αδιάφορος. Γαμώτο! Όλα ανάποδα. Και τελικά δεν συναντώ στον δρόμο τη μητέρα μου, συναντώ τον πατέρα μου, με ρωτάει πού πηγαίνω φορτσάτη, αλλά βρίσκω μια δικαιολογία, ένα ψέμα και με χαρτζιλικώνει από πάνω, γιατί ο πατέρας είναι άνδρας, δεν είναι σαν τη μάνα, γυναίκα όλο πονηριά και υποψία.

Πώς θα καταφέρουμε πάλι να συναντηθούμε όλοι μαζί, όλοι εμείς που πηγαίνουμε στο ίδιο σχολείο, μένουμε στην ίδια μικρή πόλη, περνάμε τα σαββατοκύριακα στα ίδια μέρη, οι γονείς μας γνωρίζονται από μικροί, οι γειτονιές είναι τόσο κοντά μεταξύ τους που κανείς δεν χάνεται και κανείς δεν ξεχνιέται. Και γιατί να θέλουμε να ξανασυναντηθούμε; Δεν έχει περάσει ούτε ώρα που το κουδούνι χτύπησε. Δεν πέρασε ούτε ώρα που είπαμε γεια.

Θέλω να δω αμέσως τις φίλες μου. Τα αναψοκοκκινισμένα τους πρόσωπα, το ερεθισμένο τους δέρμα, τα στήθη τους που χοροπηδάνε κάτω απ’ τα πουλόβερ, τα ξεβαμμένα τους τζιν και τα παλιωμένα τους σταράκια.

Θέλω να καθίσουμε πάλι σε εκείνα τα υγρά παγκάκια του Νοέμβρη, κάτω από τις κιτρινισμένες φυλλωσιές απέναντι από το βιβλιοπωλείο του Θόδωρου, να μιλάμε κάπως συνωμοτικά, να πιάνουμε τα θέματα ένα ένα και να μην καταλήγουμε πουθενά, η συζήτηση να μην τελειώνει γιατί κανείς δεν θέλει να την τελειώσει, υπάρχει το Σάββατο, υπάρχει η Κυριακή, υπάρχουν οι τόσες μέρες, οι τόσες νύχτες, τα όνειρα και οι σκέψεις και τα τραγούδια και τα στιχάκια και τα αμέτρητα σ’ αγαπώ που λέγονται και δεν λέγονται, όλα όσα υπονοούνται και παραβλέπονται, είναι όλα εδώ, παρόντα και εκκρεμούν με εκείνη την γιορτινή απόχρωση της αναμονής που νιώθεις μόνο όταν είσαι νέος, τόσο νέος.

Γιατί να θέλω να πάω κοντά τους; Τι είναι αυτό που έχουν και που μετά δεν θα το έχουν πια; Σαν να το ξέρουμε πως θα αλλάξουμε, πως αυτό που είμαστε θα χαθεί. Λες και το ξέρουμε. Να το χαρούμε τώρα, όσο είναι ζωντανό, όσο ανασαίνει.

Τώρα δεν βλέπω κανέναν. Με το που γυρίζω σπίτι, κλείνω την πόρτα και τέλος. Πρόσωπο δεν με ακολουθεί, φωνή δεν με συγκινεί, κανέναν δεν ψάχνω να ξανασυναντήσω. Το ξέρω ήδη. Αυτό που έζησα, αυτό που ήμουν, αυτό που ήσουν, έχουν χαθεί. Κι όμως, είμαι παιδί, ακόμα.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.